τεθέντα

τεθέντα
τίθημι
p
aor part pass neut nom/voc/acc pl
τίθημι
p
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεθέντ' — τεθέντα , τίθημι p aor part pass neut nom/voc/acc pl τεθέντα , τίθημι p aor part pass masc acc sg τεθέντι , τίθημι p aor part pass masc/neut dat sg τεθέντε , τίθημι p aor part pass masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ALABASTRUM proprie idem est — quod φορεῖον vel φόρετρον, vas vel instrumentum alicui rei gerendae aptum, Attice ἀλάβαςτρον, pro ἀνάβαςτρον. Unde et ἀλάβαςτρο??? perticae vel fustes gerendis oneribus accommodae; et ἀλάβαςτρο : vasa quoque unguentaria et inde lapis Alabastrites …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατασκευασμός — κατασκευασμός, ὁ (Α) [κατασκευάζω] επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • καταχώνω — (AM καταχώννυμι και καταχωννύω, Μ και καταχώνω) χώνω κάποιον ή κάτι βαθιά μέσα στη γη ή αλλού, κατακαλύπτω κάποιον ή κάτι με σωρό χώματος ή άλλου υλικού, θάβω (α. «εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται καταχωσμένον», Κάλβ. β. «ἐν τῇ ψάμμῳ... ὁ… …   Dictionary of Greek

  • υποδειγματικός — ή, ό / ὑποδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπόδειγμα, ατος) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια») 2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”